ζημι

ζημι
    ζῆμι
    Dem. (только impf. ἔζην) = ζάω См. ζαω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζημι" в других словарях:

  • σαλιάρης — α, ικο, Ν 1. εκείνος που τού τρέχουν τα σάλια 2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που τού αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»